- ιοτυπης
- ἰοτυπήςἰο-τῠπής2(ῑ) [ἰός I] пораженный стрелой
(ὄρνις Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὄρνις Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ιοτυπής — ἰοτυπής, ές (Α) αυτός που χτυπήθηκε με βέλη («ἰοτυπὴς ὄρνις», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (ΙI) + τυπής (< τύπτω), πρβλ. στερνο τυπής, χειρο τυπής] … Dictionary of Greek
ἰοτυπής — arrow stricken masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰοτυπεῖς — ἰοτυπής arrow stricken masc/fem acc pl ἰοτυπής arrow stricken masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιός — Νησί (108 τ. χλμ., 1.838 κάτ.) των Κυκλάδων, η Φοινίκη των αρχαίων Ελλήνων. Βρίσκεται στα Β της Σαντορίνης, μεταξύ Σαντορίνης, Αμοργού, Πάρου και Σίκινου. Έχει μήκος περίπου 18 χλμ. και μέσο πλάτος 7 χλμ. Οι ακτές του καλύπτουν 27 χλμ. Πρωτεύουσα … Dictionary of Greek